αγγρίζω — άγγρισα, αγγρισμένος 1. ερεθίζω, εξαγριώνω: Μην αγγρίζεις το σκύλο, γιατί θα σε δαγκάσει. 2. το μέσο ομαι (για ζώα), βρίσκομαι σε κατάσταση οργασμού: Πρόσεχε τα κριάρια, γιατί είναι αγγρισμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγγρη — η (Μ ἀγγρίς) νεοελλ. 1. λύπη που προκαλείται από ανεκπλήρωτη επιθυμία 2. συνεχές και άτονο κλάμα μικρού παιδιού, γκρίνια 3. φιλονικία, καβγάς μσν. οδύνη, πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀγγρίζω] … Dictionary of Greek
άγγριση — η [αγγρίζω] 1. θυμός, οργή 2. δυσαρέσκεια … Dictionary of Greek
άγγρισμα — το [αγγρίζω] ο αγγρισμός* … Dictionary of Greek
αγγρισμός — ο (Μ ἀγγρισμός) [αγγρίζω] ερέθισμα, ενόχληση, πείραγμα νεοελλ. (για ζώα) γενετήσιος οργασμός … Dictionary of Greek
αναγγρίζω — ερεθίζω, παρορμώ, αναγκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγγρίζω «ερεθίζω, ενοχλώ»] … Dictionary of Greek
ξαγγρίζω — εξαγριώνω, ερεθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αγγρίζω «ερεθίζω»] … Dictionary of Greek