αγγρίζω

αγγρίζω
(Μ ἀγγρίζω)
ερεθίζω, ενοχλώ
νεοελλ.
1. (για πληγή) ερεθίζω με ξύσιμο, αφορμίζω
2. (για ζώα) βρίσκομαι σε περίοδο οργασμού, οργώ προς συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρίζω, με ανάπτυξη ερρίνου.
ΠΑΡ. ἀγγρισμός
νεοελλ.
άγγριση, άγγρισμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγγρίζω — άγγρισα, αγγρισμένος 1. ερεθίζω, εξαγριώνω: Μην αγγρίζεις το σκύλο, γιατί θα σε δαγκάσει. 2. το μέσο ομαι (για ζώα), βρίσκομαι σε κατάσταση οργασμού: Πρόσεχε τα κριάρια, γιατί είναι αγγρισμένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγγρη — η (Μ ἀγγρίς) νεοελλ. 1. λύπη που προκαλείται από ανεκπλήρωτη επιθυμία 2. συνεχές και άτονο κλάμα μικρού παιδιού, γκρίνια 3. φιλονικία, καβγάς μσν. οδύνη, πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀγγρίζω] …   Dictionary of Greek

  • άγγριση — η [αγγρίζω] 1. θυμός, οργή 2. δυσαρέσκεια …   Dictionary of Greek

  • άγγρισμα — το [αγγρίζω] ο αγγρισμός* …   Dictionary of Greek

  • αγγρισμός — ο (Μ ἀγγρισμός) [αγγρίζω] ερέθισμα, ενόχληση, πείραγμα νεοελλ. (για ζώα) γενετήσιος οργασμός …   Dictionary of Greek

  • αναγγρίζω — ερεθίζω, παρορμώ, αναγκάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγγρίζω «ερεθίζω, ενοχλώ»] …   Dictionary of Greek

  • ξαγγρίζω — εξαγριώνω, ερεθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αγγρίζω «ερεθίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”